- μαγνητισμός, ελεύθερος
- Ένα υποθετικό μαγνητικό ρευστό στο οποίο συμβατικά αποδίδονται οι μαγνητικές ιδιότητες ενός μαγνήτη. Σε έναν ραβδόμορφο μαγνήτη, ο ε.μ. θεωρείται συχνά ότι είναι συγκεντρωμένος στους πόλους του, αλλά μπορεί να μελετηθεί και η πραγματική κατανομή του ε.μ. κατά μήκος της ράβδου. Το αλγεβρικό άθροισμα του ε.μ. σε κάθε είδος δείγματος είναι πάντοτε ίσο με το μηδέν. Ως έννοια, ωστόσο, κρίνεται περιορισμένης χρησιμότητας καθώς σχετίζεται με το μαγνητικό μονόπολο του οποίου η ύπαρξη θα είχε τεράστιες επιπτώσεις στη σύγχρονη θεωρητική φυσική.
Dictionary of Greek. 2013.